πάνοπτος

πάνοπτος
πάνοπτος, ον, ([etym.] ὄψομαι)
A seen of all, fully visible, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάνοπτος — seen of all masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνοπτος — ον, Α αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τόν δουν οι πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. ύπ οπτος] …   Dictionary of Greek

  • πάνοπτον — πάνοπτος seen of all masc/fem acc sg πάνοπτος seen of all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόπτου — πάνοπτος seen of all masc/fem/neut gen sg πανόπτης all seeing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανορμίη — Α (πιθ. εσφ. γρφ. αντί πάνοπτος) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίθετον Ἀπόλλωνος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”